καταγελώμενος

καταγελώμενος
καταγελάω
laugh
pres part mp masc nom sg
καταγελάω
laugh
pres part mp masc nom sg
καταγελάω
laugh
fut part mid masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επαΐω — (Α ἐπαΐω και συνηρ. ἐπᾴω) νεοελλ. αρχ. η μτχ. επαΐων, επαΐοντες οι επιστημονικά καταρτισμένοι σ έναν τομέα, οι ειδικοί, οι γνώστες, οι ειδήμονες αρχ. 1. ακούω με προσοχή, επακούω («κυνοθρασεῑς θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.) 2. αντιλαμβάνομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”